- ωτοπλασία
- ωτοπλαστική η мед. пластическая операция уха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτοπλασία — η, Ν ιατρ. βλ. ωτοπλαστική … Dictionary of Greek
ωτοπλαστική — και ωτοπλασία, η, Ν ιατρ. πλαστική χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση τού έξω αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otoplastie (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + πλαστική)] … Dictionary of Greek